- νεολαμπής
- -ές (Α νεολαμπής, -ές)(συν. για αστέρα) αυτός που λάμπει με καινούργια, δυνατή λάμψη («νεολαμπέα μήνην», Μαν.)νεοελλ.αστρον. συν. στον πληθ. νεολαμπείςπαλαιός όρος για τους καινοφανείς αστέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. ολο-λαμπής].
Dictionary of Greek. 2013.