νεολαμπής

νεολαμπής
-ές (Α νεολαμπής, -ές)
(συν. για αστέρα) αυτός που λάμπει με καινούργια, δυνατή λάμψη («νεολαμπέα μήνην», Μαν.)
νεοελλ.
αστρον. συν. στον πληθ. νεολαμπείς
παλαιός όρος για τους καινοφανείς αστέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. ολο-λαμπής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεολαμπέα — νεολαμπής shining anew neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεολαμπής shining anew masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολαμπέες — νεολαμπής shining anew masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολαμπέος — νεολαμπής shining anew masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”